- ταχύγλωσσος
- -η, -ο / ταχύγλωσσος, -ον, ΝΑαυτός που μιλά γρήγορανεοελλ.1. ιατρ. αυτός που πάσχει από ταχυγλωσσία2. το αρσ. ως ουσ. ο ταχύγλωσσοςζωολ. γένος μονοτρήματων θηλαστικών τής Αυστραλίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ-* + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. βραδύ-γλωσσος].
Dictionary of Greek. 2013.